3/8/13

Κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα



Θεωρούνται τα εγκλήματα εκείνα από τα οποία μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος, δηλαδή κίνδυνος όχι κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας ενός ορισμένου προσώπου ή κατά της ιδιοκτησίας ενός ορισμένου ατόμου, αλλά κίνδυνος κατά της κοινωνικής ολότητας.
Στις μέρες μας, με «δεδομένη» πλέον την ενημέρωση όλων των πολιτών για τα καταστροφικά αποτελέσματα των πυρκαγιών, έχοντας θρηνήσει πολλούς νεκρούς τα τελευταία χρόνια και μετρώντας εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα καμένης γης, δεν νοείται  πρόκληση πυρκαγιάς από αμέλεια με χρήση πηγών έναυσης, την καλοκαιρινή περίοδο, στη χώρα μας,  από οποιονδήποτε πολίτη.
Η πολιτεία  με Νόμο προστατεύει τον φυσικό πλούτο της χώρας (Ν998/1979 (Φ.Ε.Κ. 289/Α«Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας» και στον Νόμο αυτόν (άρθρ 23) ,έχοντας εντοπίσει την ανάγκη λήψης προληπτικών μέτρων, αποτροπής των δασικών πυρκαγιών ,έχει καθορίσει  απαγορεύσεις οι οποίες επιγραμματικά αναφέρονται πιο κάτω: 
α)    Η απόρριψη αναμμένων τσιγάρων εντός δασών, δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων.
β)    Η απόρριψη αναμμένων τσιγάρων από τις σιδηροδρομικές άμαξες και αυτοκίνητα εν γένει οχήματα.
Οι παραβάτες των διατάξεων της παραγράφου αυτής τιμωρούνται κατά τη διάταξη του άρθρου 69 παράγραφος 1 του παρόντος νόμου, ευθυνόμενοι σε περίπτωση πυρκαγιάς και αστικά σε αποζημίωση, κατά τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου. (άρθ 38 παρ 13 του Ν1845/1990).
Στον ίδιο νόμο (αρθρ. 69) προβλέπεται και η  τιμωρία ανάλογα με την επέκταση της πυρκαγιάς. «Οι παραβάτες των διατάξεων του άρθρου 23 του παρόντος νόμου τιμωρούνται με φυλάκιση δύο (2) μηνών μέχρις ενός (1) έτους, εάν δε οι παραβάσεις έγιναν εντός περιοχής, που χαρακτηρίσθηκε κατά το άρθρο 25, ως επικίνδυνη, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μήνες. Εάν οι παραβάσεις αυτές είχαν ως επακόλουθο πυρκαγιά σε δάσος ή δασική έκταση επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον διακόσιες (200.000) χιλιάδες δραχμές».
Η Πυροσβεστική Υπηρεσία μετά την ανάληψη  της Δασοπυρόσβεσης το 1998, (Ν2612) έχει εκδώσει, σε ενίσχυση του νομοθετικού πλαισίου, ειδικούς κανονισμούς και διατάξεις, με στόχο την  βελτίωση της πρόληψης των πυρκαγιών,  με κυριότερη την ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ Υπ’ αριθ. 9/2000 (ΦΕΚ 1459 Β) “Κανονισμός ρύθμισης μέτρων για την πρόληψη και αντιμετώπιση πυρκαγιών σε δασικές και αγροτικές εκτάσεις ”
Επιχειρώ  μια προσέγγιση  στην αμέλεια και τον δόλο για πράξη- ενέργεια ενός εμπρησμού. 
Ο εμπρησμός δάσους ενέχει σχεδόν σε κάθε περίπτωση δόλο (πρόθεση) του δράστη. Δηλαδή ο υπαίτιος γνωρίζει ότι προκαλεί πυρκαγιά και θέλει να την προκαλέσει εφόσον δεν έχουν διαταραχθεί οι πνευματικές λειτουργίες και η συνείδησή του.
Κάποιος που ρίχνει (πετά) αναμμένο τσιγάρο από μεταφορικό μέσο ενεργεί με δόλο γιατί γνωρίζει εκ των προτέρων τον κίνδυνο πρόκλησης πυρκαγιάς την περίοδο που διανύουμε καθώς και το αποτέλεσμα της πράξης του.
Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε «ενσυνείδητη αμέλεια» μια ενέργεια για την οποία ο δράστης προβλέπει, ότι απ΄την  πράξη του είναι δυνατόν να επέλθει εγκληματικό αποτέλεσμα αλλά  ο ίδιος πιστεύει ότι θα το αποφύγει.
Κατά τον ίδιο τρόπο - ως ενεργούντες με πρόθεση -  πρέπει να αντιμετωπίζονται και όσοι ενεργούν θερμές εργασίες χωρίς σχετική άδεια. (χρήση ηλεκροκόλησης, τροχού κοπής μετάλλων, χρήση συσκευών παραγωγής θερμότητος).
Αναφέρομαι μόνο στην   «ενσυνείδητη αμέλεια» πρόκλησης πυρκαγιάς, διότι ο  υπαίτιος  αυτής γνωρίζει ότι προκαλεί πυρκαγιά και θέλει να την προκαλέσει εφόσον δεν έχουν διαταραχθεί οι πνευματικές λειτουργίες και η συνείδησή του και  ενεργεί αγνοώντας ηθελημένα (όχι επειδή δεν έμαθε ποτέ ότι υπάρχουν νόμοι ή απαγορεύσεις) τους νόμους ,τις προειδοποιήσεις του μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας , τις απαγορεύσεις των αρμοδίων αρχών, αλλά και την εικόνα των αποτελεσμάτων τέτοιων ενεργειών στην χώρα  στο πρόσφατο παρελθόν μας.
Το έγκλημα του εμπρησμού κατατάσσεται στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα διότι ο κίνδυνος επέρχεται συνήθως από την δύναμη της φωτιάς και μπορεί να είναι αφηρημένης διακινδύνευσης (265 ΠΚ  «εμπρησμός σε δάση με πρόθεση και από αμέλεια») ή συγκεκριμένης διακινδύνευσης (264 ΠΚ  «εμπρησμός με πρόθεση»).
Το προστατευόμενο έννομο αγαθό δεν είναι ένα, αλλά πολλά και διάφορα, όπως η ζωή, η σωματική ακεραιότητα η περιουσία και άλλα. Τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα δεν κατατάσσονται στις αντίστοιχες κατηγορίες εγκλημάτων γιατί στα εγκλήματα αυτά προέχει ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της πράξης ως επικίνδυνης που μπορεί να προκαλέσει βλάβη έννομων αγαθών.
Στα εγκλήματα αφηρημένης διακινδύνευσης τιμωρείται η επικίνδυνη διαγωγή του δράστη. Για το λόγο αυτό ο κίνδυνος δεν περιλαμβάνεται στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Στα εγκλήματα συγκεκριμένης διακινδύνευσης προϋπόθεση του αξιόποινου αποτελεί η διαπίστωση του κινδύνου που πρέπει να αποδειχθεί και παράλληλα να περιλαμβάνεται στο δόλο του δράστη.
Αναφέροντας πάλι τις απαγορεύσεις, που ενισχύουν τα μέτρα πρόληψης πυρκαγιών, επισημαίνω αρχικά, ως άμεση συνέπεια αυτών, την μείωση των δαπανών για την καταστολή αλλά και για την αποκατάσταση μιας «καμένης»  περιοχής.
Απαγορεύεται:
1.    Να ανάβεται και να διατηρείται  για οποιοδήποτε σκοπό φωτιά στην ύπαιθρο.
2.    Να ανάβεται και να διατηρείται για οποιοδήποτε σκοπό φωτιά εντός κατοικιών, ξενοδοχείων, εργαστηρίων, καλυβιών, ποιμνιοστασίων, σκηνών, αυλών ή περιφραγμένων ακάλυπτων χώρων, που βρίσκονται εντός δασών και δασικών εκτάσεων και μέχρις απόσταση 300 μέτρων.
3.    Να τοποθετούνται, φυλάσσονται ή εγκαταλείπονται  εύφλεκτες ύλες ή άχρηστα είδη ή απορρίμματα εντός των δασών ή δασικών εκτάσεων και μέχρις αποστάσεως 300 μέτρων από αυτές.
4.    Η δημιουργία χώρων απόρριψης και η καύση απορριμμάτων εντός των δασών ή δασικών εκτάσεων και μέχρις αποστάσεως 500 μέτρων από αυτές.
5.    Η εντός δασών και δασικών εκτάσεων και μέχρις αποστάσεως 100 μέτρων από αυτές καύση ανθρακοκαμίνων, όπως και η εγκατάσταση εργαστηρίου ή τεχνικού συγκροτήματος που λειτουργεί με καύσιμη ύλη.
6.    Η εντός δασών και δασικών εκτάσεων θήρα με όπλα, που έχουν βύσμα από ύλη, από την οποία μπορεί να μεταδοθεί φωτιά.
7.    Το κάπνισμα μελισσών.
8.    Η καύση αγρών ή αγροτικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων.
9.    Η απόρριψη αναμμένων τσιγάρων - σπίρτων και άλλων υλών.

Η συνεργασία  των ενεργών Πολιτών με τις κρατικές υπηρεσίες είναι το πρώτο βήμα ανάπτυξης – ενίσχυσης της εσωτερικής ασφάλειας της χώρας.

20/1/13

ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥ ΕΦ ΑΠΑΞ από ΕΤΥΠΣ και ΤΠΔΥ

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Αρ. Φύλλου 3498
31 Δεκεμβρίου 2012
ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
Αριθμ. 30854/3809 (1)
Ανασχεδιασμός Τεχνικής Βάσης Εφάπαξ Παροχών.
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΠΡΟΝΟΙΑΣ
Έχοντας υπόψη:
1. Τις διατάξεις της περίπτωσης 7 της υποπαραγράφου ΙΑ.5 του ν.4093/2012 «΄Εγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013−2016 – Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν.4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013−2016»
2. Τις διατάξεις του άρθρου 90 του κώδικα νομοθεσίας για την Κυβέρνηση και τα κυβερνητικά όργανα, που κωδικοποιήθηκε με το άρθρο πρώτο του π.δ 63/2005 (Α΄98).
3. Τις διατάξεις του π.δ/τος 85/2012 «Ίδρυση και μετονομασία Υπουργείων, μεταφορά και κατάργηση υπηρεσιών» και του π.δ/τος 86/2012 «Διορισμός Υπουργών, Αναπληρωτών Υπουργών και Υφυπουργών» (ΦΕΚ 141 Α΄).
4. Τις διατάξεις του π.δ/τος 372/1995 (Α΄201) «Μεταφορά της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, από το Υπουργείο Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στο Υπουργείο Εργασίας» και του π.δ/τος 213/1992 (Α΄102) «Οργανισμός της Γενικής Γραμματείας
Κοινωνικών Ασφαλίσεων».
5. Το υπ’ αριθμ. πρωτ. οικ. 682/31−12−12 έγγραφο της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής με το οποίο παρέχεται η σύμφωνη γνώμη της.
6. Το γεγονός ότι από τις διατάξεις της παρούσας απόφασης, δεν προκαλείται οικονομική επιβάρυνση σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού και των Προϋπολογισμών των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης που παρέχουν Εφάπαξ Βοηθήματα, αποφασίζουμε:
Οι τεχνικές παράμετροι της περίπτωσης 7 της υποπαραγράφου ΙΑ.5 του ν.4093/2012 καθορίζονται ως εξής:
1. Νέα τεχνική βάση για τις εφάπαξ παροχές των φορέων – τομέων πρόνοιας
Το γενικό πλαίσιο που διέπει τον καθορισμό των εφάπαξ παροχών, είναι ένα διανεμητικό σύστημα καθορισμένων εισφορών με νοητή κεφαλαιοποίηση (NDC).
 Το νέο σύστημα εφαρμόζεται από 1.1.2014.
2. Γενικός τύπος υπολογισμού απονεμόμενης εφάπαξ παροχής. Κατά τη συνταξιοδότηση, με βάση την αρχή της ισοδυναμίας η συσσωρευμένη αξία των εισφορών, πρέπει να αποτελεί την εφάπαξ παροχή.
Για τη συσσώρευση των εισφορών γίνεται χρήση πλασματικού ποσοστού επιστροφής το οποίο ορίζεται ως η ετήσια μεταβολή της βάσης υπολογισμού των εισφορών για το σύνολο των ασφαλισμένων.
Σύμφωνα με τα παραπάνω το ποσό της απονεμόμενης εφάπαξ παροχής για το έτος t προκύπτει από τον παρακάτω τύπο:
όπου
                                        a                     a
LStNDC  = SF1 ΣCom j Π(1+gk)  (1)
                               J=1           k=j
Conj : οι συνολικές ετήσιες εισφορές του έτους j
 a : τα έτη συσσώρευσης εισφορών
gk : η ετήσια μεταβολή της βάσης υπολογισμού των εισφορών του έτους και υπολογίζεται σύμφωνα με τον τύπο όπου ΣWk η βάση υπολογισμού των εισφορών όλων των ασφαλισμένων του Ταμείου το έτος k
Όταν η εισφορά δεν προκύπτει ως ποσοστό επί μιας βάσης υπολογισμού εισφορών, πρέπει αυτή να μετατρέπεται ως ποσοστό επί βάσης εισφορών, ώστε αυτή η βάση εισφορών να λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό του ετήσιου πλασματικού ποσοστού επιστροφής.
SFt : ο συντελεστής βιωσιμότητας για το έτος t
3. Συντελεστής βιωσιμότητας
Ως συντελεστής βιωσιμότητας για το έτος t ορίζεται
το πηλίκο:
όπου
                                                  LS
                    C1 +SC1 – ADt +At-------
                                                  TLt
Sf1 = --------------------------------------------------------------- με SFt ≤ 1 (2)                          
                        LSt
 

Ct : οι συνολικές εισφορές εργαζόμενων ή/και εργοδότη έτους t
SCt : η ειδική τακτική εισφορά έτους t, όπου υπάρχει
ADt : τα διοικητικά έξοδα έτους t
At : η περιουσία η οποία έχει διαμορφωθεί κατά την
31.12 του έτους t, πριν την καταβολή των συνολικών εφάπαξ παροχών του έτους t και χωρίς να  ληφθούν υπόψη οι συνολικές εισφορές εργαζόμενων ή/και εργοδότη του έτους t, η ειδική τακτική εισφορά του έτους t όπου αυτή υπάρχει, καθώς και τα διοικητικά έξοδα του έτους t
LSt : οι συνολικές εφάπαξ παροχές έτους t, χωρίς την εφαρμογή του συντελεστή βιωσιμότητας
TLt : η παρούσα αξία συνολικών υποχρεώσεων με βάση τα δεδουλευμένα δικαιώματα των ασφαλισμένων στο έτος t (χωρίς την εφαρμογή συντελεστή βιωσιμότητας) με τους κανόνες του συστήματος NDC
Η περιουσία At του έτους t λαμβάνεται υπόψη σε τρέχουσες τιμές, ενώ το τμήμα αυτής πρέπει να
εί ναι μικρότερο ή ίσο της κυκλοφορούσας περιουσίας.
Τα διοικητικά έξοδα του έτους t, που λαμβάνονται υπόψη στον τύπο (2), ορίζονται ως εκείνα τα έξοδα διοίκησης που πραγματοποιούνται στο έτος t, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι υποχρεώσεις του Φορέα−Τομέα προς τους ασφαλισμένους. Αυτά τα έξοδα δεν μπορούν να υπερβαίνουν το 2,5% των ασφαλιστικών εισφορών του έτους t.
Η καταβολή των εφάπαξ παροχών του έτους t, πραγματοποιείται μετά τον υπολογισμό του συντελεστή βιωσιμότητας του έτους t.
Οι διαδικασίες για τον υπολογισμό του οριστικού συντελεστή βιωσιμότητας του έτους t ολοκληρώνονται
ως το τέλος του πρώτου τριμήνου του επόμενου ημερολογιακού έτους.
4. Γενικά Θέματα
Τυχόν λοιπά ή/και έκτακτα έσοδα καθώς και τα έσοδα επενδύσεων μειωμένα κατά τα έξοδα επενδύσεων, δημιουργούν περιουσιακά στοιχεία.
Για την επιστροφή εισφορών εντόκως, εάν και όπου αυτή προβλέπεται, για τις περιπτώσεις που δε συμπληρώνονται οι προϋποθέσεις λήψης εφάπαξ παροχής, ως επιτόκιο καθορίζεται ο δείκτης τιμών καταναλωτή του τρέχοντος έτους, μειωμένο κατά μια ποσοστιαία μονάδα.
Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Αθήνα, 31 Δεκεμβρίου 2012
Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΡΟΥΤΣΗΣ__

περίπτωση 7 της υποπαραγράφου ΙΑ.5 του ν.4093/2012 «΄Εγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013−2016 – Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν.4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013−2016»
 ΥΠΟΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΙΑ.5. ΜΕΙΩΣΗ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΕΦΑΠΑΞ ΒΟΗΘΗΜΑΤΩΝ
………….
3. Οι ανωτέρω μειώσεις στους ασφαλισμένους του Τομέα Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων του ΤΠΔΥ και του Κλάδου Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ διενεργούνται μετά την εφαρμογή των μειώσεων που προβλέπονται με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226)         
……….

7. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής  Ασφάλισης και Πρόνοιας, που εκδίδεται μέχρι 31.12.2012,  μετά από σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής, καθορίζεται η νέα τεχνική βάση για τις εφάπαξ  παροχές των φορέων – τομέων πρόνοιας, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την υλοποίησή της. Από 1.1.2014 το εφάπαξ βοήθημα που χορηγείται σε όλους τους ασφαλισμένους των φορέων – τομέων πρόνοιας υπολογίζεται σύμφωνα με τη νέα τεχνική βάση για τις εφάπαξ παροχές.

Το  λεγόμενο «μικρό»  Εφ Απαξ χορηγείται απ΄το ΤΕΑΠΑΣΑ Ειδικότερα:
ΑΠ  ΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟΥ ΠΥΡ/ΚΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΠΟΥ  ΕΙΝΑΙ ΤΟ Τ.Π.Υ.Π.Σ. ΤΟΥ ΤΕΑΠΑΣΑ  (τ.  ΕΤΥΠΣ)

Το  «μεγάλο»  Εφ Απαξ χορηγείται από το ΤΠΔΥ. Οι τελευταίες μειώσεις περιγράφονται  ΣΤΗΝ  παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226)  ΚΑΙ     είναι της τάξης του 20%   (περίπου 46% απ το 2009).

Απ΄τα  παραπάνω διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι μόνον όσοι αποχωρήσουν το 2013  ίσως προλάβουν να εισπράξουν μέρος των μειωμένων Εφ Άπαξ……..
Η απώλεια  θα ξεπεράσει τα 25.000,00 ευρώ ανά τομέα στα υψηλότερα κλιμάκια……..

Τα «λεφτά»  άλλαξαν χέρια ………. Και σίγουρα δεν θα υπάρχουν
την  01-01-2014. Δυστυχώς κάποιοι θεώρησαν κινδυνολογία και πολιτικολογία την απλή παρακολούθηση των εξελίξεων και των νομοθετημάτων που επίσης "δυστυχώς" ψηφίστηκαν στο Ελληνικό Κοινοβούλιο.
Η αρχή έγινε με τον Ν3845/2010 (Πρώτο ΜΝΗΜΟΝΙΟ) για τον οποίο δεν ήταν «αδιάβαστοι» , Μόνον, μερικοί πολιτικοί που είχαν και το θράσος να το ομολογήσουν. Χρειάστηκαν τρία χρόνια στους συμπολίτες μας  αλλά και στους συναδέλφους και πληθώρα περικοπών για να καταλάβουν ότι κάτι δεν πάει καλά. 
Δεν διαφαίνεται ελπίδα καλυτέρευσης των συνθηκών διαβίωσης.
Η  κρίση έχει πλήξει βαθιά την «Ελληνική Οικογένεια ».
Το συνδικαλιστικό κίνημα δεν στηρίχθηκε στις δράσεις του και βρέθηκε στο στόχαστρο της επικοινωνιακής απαξίωσης. Σημειωτέων στο χώρο του ΠΣ την τελευταία τριετία επικράτησαν Πολιτικές επιλογές, ισοπεδωτικού χαρακτήρα και έλλειψης σεβασμού σε βασικές αρχές, εξασφάλισης λειτουργίας του οργανισμού, ώστε  να δύναται να ανταποκριθεί στις διαμορφούμενες κοινωνικές συνθήκες και να προασπίσει με ασφάλεια το κοινωνικό σύνολο στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του.
Η ισοπέδωση όμως βρήκε υποστηρικτές   στελέχη του ΠΣ που ως «άλλοι προσκυνημένοι»   τις υλοποίησαν.
……………
χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια σήμερα και στην επόμενη ημέρα και όπως έλεγε ο
Ν.ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
"Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ‘ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;"

 
 
 

9/1/13

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΧΩΡΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ : Νόμος 3938/2011


Α΄ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ
ΣΧΕΔΙΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΝΟΜΩΝ
ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ
«Σύσταση Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας
στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και άλλες διατάξεις»
……………………………
4. Επί του άρθρου 15 παρ. 1, 2, 3, 7, 9 και 10
Με τις διατάξεις του προτεινόμενου άρθρου συνιστάται στο Πυροσβεστικό Σώμα (εφεξής, «Π.Σ.») ιδιαίτερη κατηγορία προσωπικού, με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου, με την ονομασία «Πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης» και με δυνατότητα διαρκούς ανανέωσης της θητείας τους (άρθρο 15παρ. 7), σε οργανικές θέσεις που συνιστώνται με ταυτόχρονη αντίστοιχη μείωση των οργανικών θέσεων των μόνιμων πυροσβεστών (άρθρο 15 παρ.1). Τα καθήκοντα που θα εκτελούν οι πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης είναι «κυρίως καθήκοντα δασοπυρόσβεσης, δασοπροστασίας και πυρασφάλειας» ενώ, παραλλήλως, «δύνανται να διατίθενται επικουρικά και στην άσκηση των λοιπών καθηκόντων του πυροσβεστικού προσωπικού, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες» (άρθρο 15 παρ. 9 εδ. α΄). Ο χρόνος παροχής εργασίας και οι άδειές τους ρυθμίζονται από τις διατάξεις που ισχύουν για τους Πυροσβέστες» (άρθρο 15 παρ. 9 εδ. στ΄).
Από τα ανωτέρω καθώς και από τον συνδυασμό των υπόλοιπων διατάξεων του άρθρου 15 συνάγονται, σε σχέση με τη συνιστώμενη νέα κατηγορία προσωπικού του Π.Σ., τα εξής: Αν και προτείνεται να υπαχθούν σε υπηρεσιακή και μισθολογική κατάσταση, όπου έχουν εισαχθεί αποκλίσεις από την αντίστοιχη του μόνιμου πυροσβεστικού προσωπικού γενικών καθηκόντων (διαφορετική διαδικασία πρόσληψης, έλλειψη δυνατότητας βαθμολογικής προαγωγής, διαφορετικός τρόπος υπολογισμού των αποδοχών, κ.λπ.), εν τούτοις οι πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης ασκούν, υπό τους ίδιους όρους (ωράριο, εξοπλισμός, επιχειρησιακός σχεδιασμός), καθήκοντα που αντιστοιχούν στην εκπλήρωση της κύριας αποστολής του Π.Σ.. Συμφώνως προς το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3511/2006 «Αναδιοργάνωση του Πυροσβεστικού Σώματος, αναβάθμιση της αποστολής του και άλλες διατάξεις», αποστολή του Π.Σ. είναι η «ασφάλεια και προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών και του Κράτους, του φυσικού περιβάλλοντος και ιδίως του δασικού πλούτου της Χώρας από τους κινδύνους των πυρκαγιών (…).  ώστε να επιτυγχάνεται η άμεση και αποτελεσματική αντιμετώπιση των πυρκαγιών και των κινδύνων, που απορρέουν από αυτές».
Η, κατά το μεγαλύτερο μέρος, ταύτιση των καθηκόντων μεταξύ των πυροσβεστών πενταετούς υποχρέωσης και των μόνιμων πυροσβεστών συνάγεται και από τη διάταξη της παρ. 1 εδ. β΄ του άρθρου 15, συμφώνως προς την οποία η σύσταση των νέων οργανικών επί θητεία θέσεων για τους πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης γίνεται με ταυτόχρονη μείωση αντίστοιχων
οργανικών θέσεων των μόνιμων πυροσβεστών.
Δεδομένου ότι με διατάξεις του άρθρου 15 προτείνεται να εισαχθούν αποκλίσεις του υπηρεσιακού καθεστώτος των πυροσβεστών πενταετούς υποχρέωσης από εκείνο που διέπει το μόνιμο πυροσβεστικό προσωπικό, όσες εξ αυτών συνδέονται προς την εκτέλεση υπηρεσίας πρέπει να εξετασθούν υπό το φως της κατά τα ως άνω ανάληψης, εκ μέρους των πρώτων, καθηκόντων έντασης και επικινδυνότητας ίσου βαθμού προς τα καθήκοντα του μόνιμου προσωπικού.
Ειδικότερα:
Α) Συμφώνως προς την παρ. 2 του άρθρου 15, κύριες προϋποθέσεις για την πρόσληψη πυροσβεστών πενταετούς υποχρέωσης συνιστούν, καταρχήν, η κατοχή απολυτηρίου Γυμνασίου και ηλικία μικρότερη του 29ου έτους.
Επισημαίνεται ότι το ισχύον αντίστοιχο, καταρχήν, όριο ηλικίας για την κατάταξη των (μόνιμων) δόκιμων πυροσβεστών είναι το 30ό έτος της ηλικίας τους, ενώ προϋπόθεση κατάταξης αποτελεί η κατοχή τίτλου σπουδών οποιουδήποτε τύπου Λυκείου [άρθρο 1 στοιχ. 2 και 3, αντιστοίχως, του π.δ. 19/2006 «Κανονισμός κατάταξης στο Πυροσβεστικό Σώμα των Δοκίμων Πυροσβεστών και άλλες διατάξεις»).
Β) Περαιτέρω, συμφώνως προς την παρ. 3 περίπτ. α΄ του άρθρου 15, ανώτατο όριο ηλικίας για συμμετοχή σε προκήρυξη διαγωνισμού για κατάταξη πυροσβεστών πενταετούς υποχρέωσης ορίζεται το 45ο έτος, υπό την προϋπόθεση ότι ο υποψήφιος εργάσθηκε ως εποχικός πυροσβέστης κατά τις αντιπυρικές περιόδους τριών ετών, και, συγκεκριμένως, κατά την περίοδο 2008 έως και 2010. Σημειώνεται, εν προκειμένω, ότι: α) το σχετικό όριο ηλικίας εκλαμβάνεται ως τεκμήριο για την αποτελεσματικότερη εκτέλεση της αποστολής του Π.Σ., «για την εκπλήρωση της οποίας το πυροσβεστικό προσωπικό ασκεί συγκεκριμένες δραστηριότητες, που απαιτούν ιδιαίτερα φυσικά και σωματικά προσόντα, όπως (…) αυξημένο επίπεδο μυϊκής δύναμης, αντοχής και ταχύτητας» (ΔΕφΑθ 81/2010, βλ. και ΣτΕ 2096/2000), και β) η διαφοροποίηση στο όριο ηλικίας κατάταξης για την ίδια κατηγορία προσωπικού (ή προσωπικού που ασκεί τα ίδια ή παρόμοια καθήκοντα) έχει κριθεί σύμφωνη προς την αρχή της ισότητας, «όταν συναρτάται προς μία επαρκή χρονικά απασχόληση στην δασοπυρόσβεση και την απόκτηση αντίστοιχης εμπειρίας» (ΣτΕ 1564/2009).
Γ) Συμφώνως προς το εδ. ε΄ της παρ. 3 του άρθρου 15, «(…) δεν απαιτείται όριο αναστήματος, ούτε η υποβολή τους των υποψηφίων πυροσβεστών πενταετούς υποχρέωσης με προϋπηρεσία εποχικού πυροσβέστη ή εποχιακού εργατοτεχνικού προσωπικού] σε αθλητικές δοκιμασίες».
Από τη διατύπωση της ως άνω διάταξης συνάγεται ότι, ενώ για τους υποψήφιους πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης με προϋπηρεσία εποχικού πυροσβέστη ή εποχιακού εργατοτεχνικού προσωπικού δεν απαιτείται όριο αναστήματος ούτε η υποβολή τους σε αθλητικές δοκιμασίες, για τους υπόλοιπους υποψήφιους πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης (χωρίς προϋπηρεσία) εφαρμόζονται κανονικώς οι διατάξεις περί ελάχιστου αναστήματος και περί υποβολής σε αθλητικές δοκιμασίες.
Σχετικώς με το όριο αναστήματος, έχει κριθεί ότι το κριτήριο του καθορισμού «ενός ελαχίστου αναστήματος, 1,70 μ., που δεν υπερβαίνει κατά πολύ το μέσο όρο αναστήματος των ανδρών (1,67 μ.) για την πρόσληψη ως πυροσβέστη, είναι πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον κανονιστικό νομοθέτη σκοπού, ο οποίος συνίσταται στη θέσπιση ορισμένων σωματικών προσόντων αναγκαίων (…) για την αποτελεσματικότερη εκτέλεση της αποστολής του Πυροσβεστικού Σώματος, για την εκπλήρωση της οποίας το πυροσβεστικό προσωπικό ασκεί συγκεκριμένες δραστηριότητες, που απαιτούν ιδιαίτερα φυσικά και σωματικά προσόντα, όπως ορισμένο ύψος (πρβλ. ΣτΕ 2096/2000)» (όπως αναφέρεται στη ΔΕφΑθ 81/2010). Περαιτέρω, έχει κριθεί ότι το κριτήριο του καθορισμού ελάχιστου αναστήματος «δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, συναπτόμενους προς τις
απαιτήσεις του πυροσβεστικού επαγγέλματος, καθόσον αποτελεί προϋπόθεση αναγκαία και πρόσφορη για την αποτελεσματική εκτέλεση του έργου της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, δεδομένου ότι το πυροσβεστικό προσωπικό κατά την εκπλήρωση της αποστολής του ασκεί δραστηριότητες που απαιτούν ιδιαίτερα φυσικά και σωματικά προσόντα, μεταξύ των οποίων και ορισμένο ελάχιστο ανάστημα (πρβλ. ΣτΕ 1247/2008 που αφορά ανάστημα αστυνομικού προσωπικού)» (όπως αναφέρεται στη ΔΕφΑθ 592/2009).
Σχετικώς με τη μη υποβολή σε αθλητικές δοκιμασίες επισημαίνεται ότι, συμφώνως προς τις διατάξεις του άρθρου 7 του π.δ. 19/2006, απαραίτητο στάδιο της διαδικασίας διαγωνισμού των υποψήφιων δόκιμων πυροσβεστών (για μόνιμο πυροσβεστικό προσωπικό) αποτελεί η αυστηρή διαδικασία αθλητικών δοκιμασιών και αγωνισμάτων χωρίς δικαίωμα επανεξέτασης. Συναφώς, έχει κριθεί ότι «Με τη διαδικασία των αθλητικών δοκιμασιών επιδιώκεται η διαπίστωση της σωματικής ικανότητας του υποψηφίου πυροσβέστη, σε βαθμό ικανοποιητικό για την άσκηση του πυροσβεστικού έργου» (ΔΕφΑθ 34/2010), και ότι «οι καλές επιδόσεις του υποψηφίου στις ως άνω αθλητικές δοκιμασίες συνιστούν μέσο πιστοποίησης ύπαρξης της μυϊκής δύναμης, που απαιτείται προκειμένου να είναι σε θέση να εκτελέσει τα μελλοντικά του καθήκοντα (…), δεδομένου ότι οι πυροσβεστικοί υπάλληλοι κατά την εκπλήρωση των ειδικών καθηκόντων τους (καταστολή πυρκαγιών, αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, διάσωση ατόμων και περιουσιών), αναπτύσσουν δραστηριότητες, όπου τα σωματικά προσόντα διαδραματίζουν ως επί το πλείστον αποφασιστικό ρόλο, τα οποία συνεπώς πρέπει να έχουν όλοι οι υπάλληλοι, αδιακρίτως φύλου (πρβλ. ΣτΕ 1247/2008)» και πρέπει να ανταποκριθούν «στις συνεχώς διευρυνόμενες αρμοδιότητες αυτού [του Π.Σ.] (καταστολή πυρκαγιών, αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, διάσωση ατόμων και περιουσιών, επικίνδυνα περιβαλλοντικά, τεχνολογικά, βιοχημικά, ραδιενεργά και λοιπά συμβάντα), οι οποίες προδήλως απαιτούν αυξημένες ψυχοσωματικές δυνάμεις» (ΔΕφΑθ 1010/2009).
Συμφώνως προς την αιτιολογική έκθεση επί του υπό ψήφιση Νσχ (σελ. 8),η απόκλιση από τον κανόνα, τόσο του ελάχιστου αναστήματος (τουλάχιστον 1,70 μ. για τους άνδρες και 1,65 μ. για τις γυναίκες, βλ. άρθρο 1 στοιχ.5 του π.δ. 19/2006), όσο και της υποβολής σε αθλητικές δοκιμασίες, δικαιολογείται «λόγω της μακράς προϋπηρεσίας και της δοκιμασίας τους στο αντικείμενο αυτό». Επαναλαμβάνεται, εν προκειμένω, ο προβληματισμός που εκτέθηκε ανωτέρω (υπό Β της παρούσας παρατήρησης) σχετικώς με τον χαρακτηρισμό προϋπηρεσίας τριών ετών, ως «μακράς». Επισημαίνεται, συναφώς, ότι η προϋπηρεσία των υποψηφίων περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων: α) τους έχοντες την ειδικότητα του πυροφύλακα (Κατηγορία Δ΄, άρθρο 1 παρ. 3 του π.δ. 124/2003 «Κανονισμός πρόσληψης προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, στο Πυροσβεστικό Σώμα, ως πυροσβεστών εποχικής απασχόλησης»), κύριο καθήκον του οποίου αποτελεί «η στελέχωση Πυροφυλακίου», κτηριακής, δηλαδή, εγκατάστασης μόνιμου παρατηρητηρίου (όλα τα πυροφυλάκια των δασικών υπηρεσιών παραχωρήθηκαν στο Π.Σ. με το άρθρο 2 παρ. 2 του ν. 2612/1998 «Ανάθεση της δασοπυρόσβεσης στο Πυροσβεστικό Σώμα και άλλες διατάξεις»), και β) το εποχιακό εργατοτεχνικό προσωπικό (άρθρο 30 παρ. 20 του ν. 2538/1997), καθήκον του οποίου αποτελεί η «εξυπηρέτηση λειτουργίας ή άλλων αναγκών των επίγειων και εναέριων πυροσβεστικών μέσων, των σταθμών αεροπυροσβεστικών μέσων, των σταθμών αεροπυρόσβεσης, των πυροφυλακείων και  εγκαταστάσεων».
Διατυπώνεται, επομένως, το ερώτημα εάν προϋποθέσεις πρόσληψης (ελάχιστο απαιτούμενο ανάστημα, αυξημένο επίπεδο μυϊκής δύναμης, αντοχής και ταχύτητας, κ.λπ.), οι οποίες, συμφώνως προς την προεκτεθείσα νομολογία, κρίνονται αναγκαίες και πρόσφορες για την εκτέλεση του έργου του Π.Σ. και συνάπτονται κατ’ αντικειμενικό τρόπο προς την εκτέλεσή του, μπορούν να μην απαιτούνται, όταν πρόκειται για την πρόσληψη προσωπικού με προϋπηρεσία σε διαφορετικό αντικείμενο από εκείνο της προκηρυσσόμενης θέσης.
5. Επί του άρθρου 15 παρ. 5
Κατά την προς ψήφιση διάταξη, «Ο αριθμός των μορίων ανά κριτήριο, (…), τα λοιπά απαιτούμενα προσόντα και ο τρόπος διαπίστωσής τους, τα κωλύματα, (…), η διαδικασία πρόσληψης και κάθε άλλο σχετικό θέμα καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη». Δημιουργείται, ενπροκειμένω, προβληματισμός εάν τα προσόντα και τα κωλύματα κατάταξης κατηγορίας προσωπικού σε Σώμα Ασφαλείας, καθώς και η εν γένει διαδικασία πρόσληψής του μπορούν να θεωρηθούν ως ειδικότερα ή μερικότερα ή λεπτομερειακού ή τεχνικού χαρακτήρα θέματα. Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, για τη ρύθμισή τους ενδείκνυται η παροχή εξουσιοδότησης προς έκδοση προεδρικού διατάγματος.
6. Επί του άρθρου 15 παρ. 6
Κατά το εδ. ε΄ της προτεινόμενης διάταξης, «Όσοι προσλαμβάνονται κατά το χρονικό διάστημα της τριετίας αυτής [δηλαδή, της τριετίας από την κατάρτιση του πίνακα επιτυχόντων από την αρμόδια επιτροπή] απαιτείται να έχουν κατά το χρόνο πρόσληψής τους τα προσόντα που προβλέπονται από  την προκήρυξη». Θα ήταν, ενδεχομένως, σκόπιμο, για λόγους ορθής εφαρμογής της προτεινόμενης ρύθμισης, να αντικατασταθεί η εν λόγω διάταξη ως εξής: «Όσοι προσλαμβάνονται κατά το χρονικό διάστημα της τριετίας αυτής [δηλαδή, της τριετίας από την κατάρτιση του πίνακα επιτυχόντων από την αρμόδια επιτροπή] απαιτείται να έχουν κατά το χρόνο πρόσληψής τους τα προσόντα που προβλέπονται από την προκήρυξη, εκτός της ηλικίας, την οποία απαιτείται να έχουν κατά τον χρόνο λήξης της προθεσμίας υποβολής της αίτησης».

7. Επί του άρθρου 15 παρ. 8
Α) Κατά την προτεινόμενη διάταξη, «Πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης, οι οποίοι κατά το χρόνο πρόσληψής τους δεν είχαν υπερβεί το 35ο έτος της ηλικίας τους, μπορούν να ζητήσουν (…) να ενταχθούν στο μόνιμο πυροσβεστικό προσωπικό (…)».
Η εν λόγω κατηγορία προσωπικού προτείνεται να μονιμοποιείται χωρίς την τήρηση των διαδικασιών και των προϋποθέσεων που έχουν καθορισθεί για τους υπόλοιπους υποψήφιους δόκιμους πυροσβέστες. (Για τα ζητήματα που ανακύπτουν, βλ. ανωτέρω, υπό Παρατήρηση 4). Εξ άλλου, έχει κριθεί ότι, κατά τον καθορισμό του τρόπου εξακρίβωσης της καταλληλότητας των υποψηφίων για την άσκηση των καθηκόντων του πυροσβεστικού υπαλλήλου (τρόπος εξέτασης, είδος αγωνισμάτων, κ.λπ.) «ο νομοθέτης (…) πρέπει να ασκεί την ευχέρεια αυτή με κριτήρια αντικειμενικά, γενικά για όλους τους υποψηφίους και πρόσφορα για την κατά τα ανωτέρω διακρίβωση της καταλληλότητάς τους (ΣτΕ 741/2002, 1433/2004, 3443/2004)» (όπως αναφέρεται στη ΔΕφΑθ 1010/2009).
Β) Κατά το εδ. ε΄ της προτεινόμενης διάταξης, «Οι εντασσόμενοι καταλαμβάνουν οργανικές θέσεις Πυροσβεστών (…)». Εν προκειμένω, θα έχρηζε, ενδεχομένως, διευκρίνισης το εξής ζήτημα:
Συμφώνως προς το άρθρο 11Α του π.δ. 170/1996 «Κανονισμός κατάταξης δοκίμων Πυροσβεστών και μεταθέσεων του πυροσβεστικού προσωπικού του Πυροσβεστικού Σώματος, οι πυροσβέστες «μετατίθενται στην πόλη συμφέροντός τους, μόνον εφόσον προκύψει σε αυτήν πραγματική κενή οργανική θέση και ταυτόχρονα έχει προηγηθεί πρόσληψη πυροσβεστών στην Υπηρεσία από την οποία επιθυμούν να μετατεθούν», ενώ, παραλλήλως, «λαμβάνεται υπόψη η μεταξύ τους σειρά αρχαιότητας» ή «η μεταξύ τους σειρά αρχαιότητας που είχαν κατά την αποφοίτησή τους από τη Σχολή Πυροσβεστών».
Από τον συνδυασμό των εν λόγω διατάξεων προκύπτει ότι: α) στο σύστημα μεταθέσεων, ισχύει η αρχαιότητα ως κριτήριο επιλογής του υπαλλήλου του οποίου η αίτηση προτίμησης θα γίνει δεκτή, και β) εισάγεται κατευθυντήρια γραμμή προς τη διοίκηση να τοποθετεί τους νεοπροσλαμβανομένους σε Υπηρεσία, που είτε έχει ήδη οργανικό κενό, είτε δεν την έχει δηλώσει αρχαιότερος υπάλληλος ως τόπο προτίμησης. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, δεν καθίσταται σαφές, από τη διατύπωση της παρ. 8 εδ. ε΄ του άρθρου 15, εάν οι ενταχθησόμενοι στο Π.Σ., μετά τη λήξη της πενταετίας, θα θεωρηθούν νεοπροσλαμβανόμενοι και θα καταλάβουν οργανικές θέσεις που δεν έχουν ζητηθεί από αρχαιότερους πυροσβέστες.

8. Επί του άρθρου 15 παρ. 9
Κατά τα εδ. α΄ και β΄ της προτεινόμενης διάταξης, «Οι Πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης ασκούν κυρίως καθήκοντα δασοπυρόσβεσης, δασοπροστασίας και πυρασφάλειας. Επίσης, δύνανται να διατίθενται επικουρικά και στην άσκηση των λοιπών καθηκόντων του πυροσβεστικού προσωπικού, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες». Θα έχρηζε, ενδεχομένως, διευκρίνισης η έννοια της κατ’ επικουρικό τρόπο διάθεσης του εν λόγω προσωπικού στην άσκηση των υπόλοιπων καθηκόντων του πυροσβεστικού προσωπικού (όπως αυτά προβλέπονται στα άρθρα 1 και 2 του ν. 3511/2006 και σε άλλες κανονιστικές πράξεις).

9. Επί του άρθρου 15 παρ. 10
Κατά τα εδ. γ΄ και δ΄ της προς ψήφιση διάταξης, «Οι πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης τοποθετούνται με απόφαση του Αρχηγού του Πυροσβεστικού Σώματος, ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες και μετατίθενται  σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού Μεταθέσεων που ισχύει για το μόνιμο πυροσβεστικό προσωπικό. Ειδικά οι πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης που προέρχονται από τους υποψηφίους της παρ. 3 τοποθετούνται στις Πυροσβεστικές Υπηρεσίες και τα Πυροσβεστικά Κλιμάκια του νομού όπου υπηρετούσαν ως εποχικοί πυροσβέστες». Θα έχρηζε, ενδεχομένως, διευκρίνισης η σχέση μεταξύ των δύο κατηγοριών οργανικών θέσεων, εκείνης των πυροσβεστών πενταετούς απασχόλησης, που συνιστάται με το υπό ψήφιση Νσχ, και εκείνης του μόνιμου πυροσβεστικού προσωπικού, ώστε να αποσαφηνισθεί το ζήτημα των μεταξύ τους τομών στο θέμα των μεταθέσεων. Στην περίπτωση κατά την οποία ήθελε γίνει δεκτό ότι και οι δύο κατηγορίες υπαλλήλων διεκδικούν κοινές οργανικές θέσεις, εγείρονται ζητήματα όμοια με της διάταξης της παρ. 8 εδ. ε΄ του άρθρου 15.
10. Επί του άρθρου 15 παρ. 15
Κατά την προτεινόμενη διάταξη, «Οι μηνιαίες αποδοχές των Πυροσβεστών πενταετούς υποχρέωσης είναι αυτές που λαμβάνουν ως εποχικοί πυροσβέστες ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας τους και την οικογενειακή τους κατάσταση». Δεδομένου ότι ως πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης δύνανται να προσληφθούν και πρόσωπα χωρίς προϋπηρεσία εποχικού πυροσβέστη, αλλά και ότι ο θεσμός της πρόσληψης πυροσβεστικού προσωπικού εποχιακής απασχόλησης είναι πιθανό να μην έχει εφαρμογή μετά λίγα έτη από σήμερα, η εν λόγω διάταξη θα έπρεπε να αντικατασταθεί κατά τρόπο, ώστε ο καθορισμός των μηνιαίων αποδοχών των εν λόγω επί θητεία υπαλλήλων να γίνεται κατ’ αναφορά προς ρυθμίσεις σχετικές με τον υπολογισμό της μισθοδοσίας. Σε αντίθετη περίπτωση, θα εξακολουθήσουν να ισχύουν διαφοροποιήσεις που υφίστανται σήμερα κατά τη μισθοδοσία εποχικών πυροσβεστών διαφορετικών ειδικοτήτων, για κάθε μία εκ των οποίων προβλέπονται διαφορετικά καθήκοντα (βλ. άρθρο 1 παρ. 3 του π.δ. 124/2003, και, για το ισχύον διαφορετικό μισθολογικό καθεστώς μεταξύ των κατηγοριών εποχικών πυροσβεστών, βλ. υπ’ αριθμ. 19535 Φ. 504.22/29.4.2009 εγκύκλιο Α.Π.Σ.), παρά την προτεινόμενη, με το υπό ψήφιση άρθρο 15, ανάληψη, στο εξής εκ μέρους όλων των προσληφθησομένων, κοινών καθηκόντων. Θα έχρηζε, επίσης, διευκρίνισης ο τρόπος υπολογισμού της αμοιβής του προσληφθησόμενου προσωπικού για υπερωριακή απασχόληση (ώρες νυχτερινής απασχόλησης, αργίες, Σάββατα και Κυριακές), δεδομένου ότι το μόνιμο πυροσβεστικό προσωπικό αμείβεται για αυτή με διαφορετικό τρόπο σε σχέση τόσο με τους πολιτικούς δημόσιους υπαλλήλους, όσο και με τους εργαζομένους στον ιδιωτικό τομέα.