23/12/08

ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ & ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟ ΣΕ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΞΩ ΜΑΝΗΣ

Του Ιωάννη Κ. Κισκηρέα, συντ. δασκάλου, συγγραφέα (Στούπα – Νιοχώρι) http://www.mani.org.gr

Τα Χριστούγεννα και όλο το Δωδεκαήμερο, άλλαζε η ζωή στο Χωριό. Η Σαρακοστή κρατιόταν σχεδόν από όλους, παρ' όλη την βαρύτητα της εποχής, με τα κρύα, τις παγωνιές και τις βαριές δουλειές, του ελαιομαζώματος (σούρσιμο). Τις λιγοστές ώρες που μένα με το βράδυ στο μαγερειό, κοντά στην αναμμένη φωτογονία, πνιγμένοι στον καπνό, ακούγαμε τις κυράδες μας, να μας λένε για τα καρκατζόλια (καλλικαντζάρους), που ήταν λέει κάτι μαγαρισμένα δαιμονικά. Όλο το χρόνο ζούσαν κάτω από τη Γη, και προσπαθούσαν να κόψουν το τεράστιο δέντρο που την κράταγε με όλες τις πολιτείες και τα Χωριά της. Ήθελαν να την δουν να γκρεμίζεται στο χάος και να γελάνε. Παραμονές όμως Χριστουγέννων άφηναν το κόψιμο του δέντρου και ανέβαιναν πάνω στη Γη για να πειράξουν τους ανθρώπους, γιορτές μέρες που έρχονταν, μαγαρίζοντας τα φαγητά και τα γλυκά τους. Έμεναν μέχρι την Πρωτάγιαση, που αγιάζονταν τα νερά. Τότε έλεγαν γεμάτα τρόμο: "Φύγετε να φύγουμε, γιατί έρχετ' ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του", και έφευγαν. Στο μεταξύ το μισοκομμένο δέντρο είχε θρέψει, και οι κουτούτσικοι καλλικάντζαροι πολέμαγαν πάλι από την αρχή και πάλι το άφηναν μισοκομμένο τα ερχόμενα Χριστούγεννα. Έτσι η γη έμενε και θα μένει στη θέση της. Όμορφες πραγματικά ιστορίες που τις ακούγαμε με το στόμα ανοιχτό. Κατά τη διάρκεια της σαρακοστής τα περισσότερα παιδιά βγαίναμε κυνήγι. Τα βράδια, όταν το σούρουπο έπεφτε για καλά και το κρύο άρχιζε να τσούζει, περνάμε το "φακό" με καινούργια "πλάκα" και γυρίζαμε στα χαλάσματα και στα σπήλια κοντά στο χωριό. Στόχος μας οι γουργουγιάννηδες, τα μικρά πουλάκια που κούρνιαζαν εκεί. Τα θαμπώναμε με το φακό και τα πιάναμε. Αν ήταν πολύ ψηλά τα χτυπούσαμε με τις λαστιχιέρες (σφεντόνες). Η μάνα ή κάποια μεγάλη αδερφή, μετά από πολλή γκρίνια μας, τα καθάριζαν και τα πάστωναν. Τα βάζαμε σε πήλινα ή γυάλινα βάζα, για να τα φάμε τα Χριστούγεννα. Πολλά παιδιά μάζευαν είκοσι και περισσότερα πουλάκια και καμάρωναν για τις ... κυνηγετικές ικανότητες τους και για την σοδειά τους. Και όταν ζύγωναν οι γιορτές άρχιζαν οι παραδοσιακές ετοιμασίες. Το σπίτι έπρεπε να βάλει τα γιορτινά του και όλο το χωριό να καθαριστεί και να ετοιμαστεί, για να υποδεχτεί τους ξενιτεμένους του που θα έρχονταν να κάνουν γιορτές με τους δικούς τους.

Σε όλα τα σπίτια, παραμονές Χριστουγέννων θα έπλαθαν και θα έψηναν τις τηγανίδες, τα μανιάτικα λαλάγγια. Στο σοφρά ή σε κάποιο τραπέζι κοντά στην φωτογονία, η μητέρα και τα κορίτσια έπλαθαν το έτοιμο ζυμάρι σε χοντρό μακαρόνι, τις τηγανίδες, και το δίπλωναν τεχνικά στα τέσσερα. Μετά το έριχναν στη μεγάλη τηγάνα που ήταν γεμάτη καυτό λάδι πάνω στη φωτιά για να ψηθεί. Η πρώτη τηγανίδα, μεγάλη και στρογγυλή με σταυρό στη μέση ήταν του Χριστού, η δεύτερη παρόμοια του σπιτιού κ.λ.π. Τις ψημένες τηγανίδες τις έβαζαν μέσα σε μπουρέκια (στρογγυλά μπακιρένια ταψιά) και σε λεκάνες. Όταν στράγγιζαν καλά τις έβαζαν σε κοφίνια και τις κρεμούσαν ψηλά. Η ποσότητα του ζυμαριού που θα γινόταν τηγανίδες ήταν αρκετή και πάντοτε ανάλογη με τον πληθυσμό της φαμελιάς. Η φωτιά για τις τηγανίδες έπρεπε να είναι δυνατή και να έχει διάρκεια. Γι αυτό ο πατέρας είχε σκίσει σκίζες τα χοντρά κούτσουρα. Ήταν η καλλίτερη καύσιμη ύλη για την περίπτωση. Τα παιδιά παρακολουθούσαν και όλοι, αν δεν ήταν Τετάρτη ή Παρασκευή δοκίμαζαν και έκαναν τις κρίσεις τους. Και κάθε χρόνο σχεδόν εύρισκαν τα ίδια ελαττώματα στο πλάσιμο και το ψήσιμο, θυμάμαι μάλιστα πως όταν κάποιος ήθελε να πιει νερό του έλεγαν να γυρίσει την πλάτη προς το τηγάνι για να μην ...τον βλέπουν οι τηγανίδες και ρουφάνε το λάδι. Οι "λυπημένοι", που είχαν πρόσφατο θάνατο, δεν έψηναν τηγανίδες, τους πήγαιναν όμως συγγενείς και φίλοι. Άλλα γλυκά που φτιάχναμε στο σπίτι την περίοδο αυτή ήταν οι κουραμπιέδες και τα μελομακάρουνα. Το κρέας για τις γιορτές ήταν εξασφαλισμένο και μπόλικο, αφού λίγο πριν τα Χριστούγεννα, τα περισσότερα σπίτια είχαν γρουνοσφαξιές. Την παραμονή των Χριστουγέννων, με το ηλιοβασίλεμα βγαίναμε στην "Καληνεσπέρα". Όλα τα παιδιά είχαν φτιάξει τις παρέες τους, είχαν σχηματίσει ομαδούλες και είχαν ετοιμαστεί για τα κάλαντα με πολλές πρόβες.

Μπαίναμε στα σπίτια, που ήταν όλα ανοιχτά και περίμεναν, και αφού χαιρετούσαμε ρωτάγαμε:

- "Να τα πούμε; να τα πούμε";

- "Πέστε τα". Ήταν πάντοτε καταφατική η απάντηση. Αρχίζαμε τότε δυνατά και πολλές φορές παράτονα "Καλήν εσπέρα άρχοντες..." και τελειώναμε: "σ'αυτό το σπίτι πούρθαμε πέτρα να μη ραγίσει...". Οι νοικοκυρές μας εύχονταν "και του χρόνου" και μας έδιναν χρήματα ή μας έριχναν από το ρογί του σπιτιού, λάδι στο ντενεκάκι που κάποιος από μας κρατούσε.. Φυσικά το ύψος της αμοιβής ήταν πάντα σχετικό με την οικονομική κατάσταση και την ...τσιγκουνιά του καθενός. Στα λυπημένα σπίτια δεν λέγαμε τα κάλαντα. Όταν τελείωνε η γύρα και περνούσαμε όλα τα σπίτια του Χωριού, πηγαίναμε και πουλάγαμε το λάδι στον μπακάλη και κάναμε δίκαιη μοιρασιά σε όλα τα έσοδα. Την παραμονή της πρωτοχρονιάς, την ίδια ώρα βγαίναμε στον "Άγιο Βασίλη" κρατώντας μια κλάρα ελιές με καρπό. Σε κάθε σπίτι που πηγαίναμε κόβανε και από ένα κλαδάκι ελιάς και το έβαζαν κοντά στο τζάκι. Ήταν για βοήθεια και θα έμενε εκεί για αρκετό χρονικό διάστημα. Του "Φωτώνε", Θεοφάνεια δεν λέγαμε κάλαντα. Τα Χριστούγεννα πηγαίναμε όλοι στην εκκλησία, και γέμιζε η ολόφωτη "Βαγγελίστρα" μας. Η λειτουργία δεν γινόταν νύχτα αλλά κανονικά, όπως κάθε Κυριακή, και το έθιμο αυτό συνεχίζεται. Την Πρωτοχρονιά το εκκλησίασμα ήταν λιγότερο και ο ναός μισοάδειος. Οι περισσότεροι άνδρες κυρίως οι νέοι, έλειπαν. Είχαν βλέπετε ξενυχτίσει παίζοντας χαρτιά, πιστοί στο κακό έθιμο της πρωτοχρονιάς που το κρατούσαν για το καλό του χρόνου. Άσχετα αν ο Παπάς μας έλεγε και ξανάλεγε χαριτολογώντας, ότι τον Άγιο Βασίλη δεν τον λένε "Ουρανοφάντορα" επειδή κατέβασε από τον ουρανό τον ...φάντη! Λίγοι άκουγαν και λιγότεροι καταλάβαιναν. Μερικοί μάλιστα, ζαλισμένοι από το παιχνίδι, τα ποτά και τα τσιγάρα, πήγαιναν από το μαγαζί στην εκκλησία και...λαγοκοιμόντουσαν. Λένε μάλιστα πως κάποιος που το είχε για κακό να μην εκκλησιαστεί χρονιάρα μέρα, πήγε κατευθείαν από το παιχνίδι στην εκκλησία. Έριξε κάποιο "χοντρό λεφτό", άναψε κερί, ασπάστηκε την εικόνα, κάθησε σε μια καρέκλα και ...αποκοιμήθηκε. Ο επίτροπος όπως συνηθιζόταν, κράτησε την αξία του κεριού και του πήγε τα ρέστα. Τον σκούντησε απαλά και του είπε:

- "Τα ρέστα σου"

Κι εκείνος αλαφιασμένος και νομίζοντας ότι ακόμη

παίζει απάντησε:

- "Μέσα...μέσα...".

Την πρωτάγιαση (παραμονή Θεοφανείων) ο παπάς γύριζε και άγιαζε όλα τα σπίτια του χωριού, και όλοι τον περίμεναν. Όλοι κάτι του έδιναν, μερικοί μάλιστα του έδιναν κέρματα ρίχνοντας τα μέσα στην "Αγιαστούρα" του, το δοχείο με τον αγιασμό που κρατούσε. Την άλλη μέρα του Φωτώνε πηγαίναμε στην εκκλησία, βαφτίζαμε τον Σταυρό στην κολυμπήθρα, πίναμε αγιασμό και περνάμε και για το σπίτι. Μερικές χρονιές που η Στούπα δεν είχε δικό της Παπά, κατεβαίναμε τα Θεοφάνια εκεί και βαφτίζαμε τον Σταυρό στο "Ποταμάκι" άμα έτρεχε ή στο "πορταράκι", το μικρό λιμανάκι του Χωριού. Μερικοί μάλιστα τολμηροί βουτούσαν στην παγωμένη θάλασσα για να βγάλουν τον Σταυρό. Την άλλη μέρα πήγαιναν στην Εκκλησία κυρίως οι Γιάννηδες που γιόρταζαν και από την επομένη άρχιζε ο αγώνας της βιοτής.